ἀρειά

From LSJ
Revision as of 13:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρειά Medium diacritics: ἀρειά Low diacritics: αρειά Capitals: ΑΡΕΙΑ
Transliteration A: areiá Transliteration B: areia Transliteration C: areia Beta Code: a)reia/

English (LSJ)

[ᾰρ], Ion. and poet. ἀρειή, ἡ, collective noun, menaces, threats, λευγαλέοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ Il.20.109, but μειλιχίοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ 21.339; πολλὰ δὲ μειλιχίοισι . . πολλὰ δ' ἀρειῇ 17.431.

German (Pape)

[Seite 348] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 μηδέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 μηδέ σε πάμπαν μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, ἀπειλή, vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, ἀράομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἀρειή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρειά: [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - ὄνομα περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀρειάω = ἀπειλέω, Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ.

Greek Monotonic

ἀρειά: [ᾰρ], Ιων. ἀρειή, ἡ (ἀρά), περιληπτικό ουσ., φοβέρες, εκφοβισμοί, απειλές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[ἀρά]
collective noun, menaces, threats, Il.