προσχώρησις
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
εως, ἡ, A approach, v.l. for προχ- in Pl.Ti.40c (pl.). II surrendering, joining, Men.Prot.p.102D.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v.l. προχώρησις, u. Folgde. ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v.l. προχώρησις, u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller vers, approche.
Étymologie: προσχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
προσχώρησις: εως ἡ подход, приближение (Plat. - v.l. προχώρησις).
Greek (Liddell-Scott)
προσχώρησις: ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. παράδοσις, ὑποχώρησις, Βυζ.
Greek Monotonic
προσχώρησις: ἡ, πορεία προς κάπου, προσέγγιση, σε Ξεν.
Middle Liddell
προσχώρησις, εως, [from προσχωρέω
a going towards, approach, Xen.