περικρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμάννῡμι Medium diacritics: περικρεμάννυμι Low diacritics: περικρεμάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: perikremánnymi Transliteration B: perikremannymi Transliteration C: perikremannymi Beta Code: perikrema/nnumi

English (LSJ)

hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254:—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι ): c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.

French (Bailly abrégé)

suspendre autour de ou à, τινι.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμάννῡμι: привешивать кругом: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.

Greek Monolingual

ΜΑ
κρεμώ κάτι ολόγυρα
αρχ.
μέσ. περικρεμάννυμαι
κρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.

Greek Monotonic

περικρεμάννῡμι: κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.

Middle Liddell


to hang round, τί τινι Anth.:—Pass. to hang round, to cling to, c. dat., Anth.