ὁμηγερής

From LSJ
Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηγερής Medium diacritics: ὁμηγερής Low diacritics: ομηγερής Capitals: ΟΜΗΓΕΡΗΣ
Transliteration A: homēgerḗs Transliteration B: homēgerēs Transliteration C: omigeris Beta Code: o(mhgerh/s

English (LSJ)

ές, (ὁμός, ἀγείρω) assembled, ὁμηγερέεσσι . . θεοῖσι Il.15.84; ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο = they were all assembled, 1.57, al.; cf. ὁμηγυρής.

German (Pape)

[Seite 330] ές, zusammengeschaart, versammelt; Hom. ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, sie hatten sich versammelt; ὁμηγερέεσσι δ' ἐπῆλθεν ἀθανάτοισι θεοῖσιν, Il. 15, 84; einzeln bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rassemblé.
Étymologie: ὁμός, ἀγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηγερής: собравшийся: ὁμηγερέες ἐγένοντο Hom. (ахейцы) собрались; ὁμηγερέεσσι ἐπῆλθεν θεοῖσιν Hom. (Гера) прибыла к собравшимся богам.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηγερής: -ές, (ὁμός, ἀγείρω) συνηθροισμένος, ὁμηγερέεσι ... θεοῖσι Ἰλ. Ο. 84 ὁμηγερέες τ’ ἐγένοντο, ὁμοῦ κατὰ τὸ αὐτὸ ἐγένοντο, Α. 57.

English (Autenrieth)

ές (ὁμός, ἀγείρω): assembled together.

Greek Monolingual

ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)
(επικ. τ.)
1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ηγερής (< θ. αγερ- του ἀγείρω «συναθροίζω, συγκεντρώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό (πρβλ. νεφεληγερής)].

Greek Monotonic

ὁμηγερής: -ές (ὁμός, ἐγείρω), συναθροισμένος, ὁμηγερέεσι θεοῖσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: assembled (Il., Pi.; v.l. -υρής)
Other forms: Dor. ὁμαγ-.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὁμοῦ and ἀγείρειν with formation of the 2. member after the ής- adj. (Schwyzer 513; not from an old noun *geros- with Solmsen Wortforsch. 16 as possible alternative; thus also ὁμήγυρις, Dor. ὁμάγ- f. meeting (Υ 142) after the simplex ἄγυρις (s. ἀγείρω) with contraction resp. comp. lengthening.

Middle Liddell

ὁμ-ηγερής, ές ὁμός, ἀγείρω
assembled, ὁμηγερέεσσι θεοῖσι (epic dat. pl.) Il.

Frisk Etymology German

ὁμηγερής: {homēgerḗs}
Forms: dor. ὁμαγ-
Meaning: versammelt (Il., Pi.; v.l. -υρής)
Etymology : von ὁμοῦ und ἀγείρειν mit Bildung des Hinterglieds nach den ήσ-Adj. (Schwyzer 513; nicht von einem alten Nomen *geros- mit Solmsen Wortforsch. 16 als denkbare Alternative ebenso ὁμήγυρις, dor. ὁμάγ- f. Versammlung (ep. poet. seit Υ 142) nach dem Simplex ἄγυρις (s. ἀγείρω) mit Kontraktion bzw. komp. Dehnung.
Page 2,385-386