οἰσύα

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύα Medium diacritics: οἰσύα Low diacritics: οισύα Capitals: ΟΙΣΥΑ
Transliteration A: oisýa Transliteration B: oisya Transliteration C: oisya Beta Code: oi)su/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, A = λύγος, osier, Poll.7.176, Suid. II οἰ. ἀγρία, = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.85.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
branche d'osier.
Étymologie: DELG évidemment, famille de ἴτυς, ἰτέα.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύα: ἡ, ὡς τὸ οἶσος, ἱμαντῶδες φυτόν, κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 176 «οἰσύαι δὲ αἱ λύγοι», κατὰ δὲ Σουΐδ. «οἰσύα, ἡ ἰτέα», Γεωπ. 2. 6, 24· γνωστὸν τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτ. οἰσύϊνος. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).

Greek Monolingual

οἰσύα, ἡ (ΑΜ)
μσν.
το φυτό ιτιά
αρχ.
1. το φυτό λυγαριά
2. φρ. «οἰσύαἀγρία» — το φυτό ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος].

Greek Monotonic

οἰσύα: ἡ, δέντρο που ανήκει στο είδος της ιτιάς, λυγαριά.

Frisk Etymological English

-η See also: s. οἶσος.

Middle Liddell

οἰσύα, ἡ,
a tree of the osier kind.

Frisk Etymology German

οἰσύα: -η
{oisúa}
See also: s. οἶσος.
Page 2,370

German (Pape)

ἡ, wie οἶσος, ein weidenartiger Strauch, Bandweide, Vetera Lexica; = λύγος, Poll. 7.176.