τετρασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρασύλλᾰβος Medium diacritics: τετρασύλλαβος Low diacritics: τετρασύλλαβος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: tetrasýllabos Transliteration B: tetrasyllabos Transliteration C: tetrasyllavos Beta Code: tetrasu/llabos

English (LSJ)

ον, of four syllables, Luc.Gall.29; πόδες Heph.3.3. Adv. -βως Phryn.PS p.16 B., St.Byz. s.v. Τελμησσός.

German (Pape)

[Seite 1099] viersylbig, Luc. gall. 29.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰσύλλᾰβος: четырехсложный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων συλλαβῶν συγκείμενος, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 29. - Ἐπίρρ. τετρασυλλάβως Φρύνιχ. Ἀράβιος ἐν Α. Β. 11. 1., 67, 2 ἐν λ. τονθορύζειν.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρασύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις συλλαβές («τετρασύλλαβη λέξη»).
επίρρ...
τετρασυλλάβως Α
με τέσσερεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δισύλλαβος].