δυσθήρατος
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
ον, hard to catch, Arist.HA615a22, Plu.Pomp.38: metaph., τὸ δ. [τῆς φιλοσοφίας] Ph.1.234; δ. τἀληθές Plu.Per.13, cf. Ph.2.217, al.
Spanish (DGE)
(δυσθήρᾱτος) -ον
• Alolema(s): δυσθήρητος Sch.Opp.C.1.513
1 difícil de cazar κίγκλος Arist.HA 615a22, κόσσυφοι Arist.Mir.831b17, τάρανδος Arist.Mir.832b11, Ph.1.384, ἰουλίς Hermipp.Hist.55, glos. a ἀθήρητος Sch.Opp.l.c.
•metáf. de pers. ἑώρα Μιθριδάτην δυσθήρατον ὄντα τοῖς ὅπλοις Plu.Pomp.38, γυνή Aristaenet.1.17.26, cf. Longus 2.5.2.
2 fig. difícil de descubrir, de alcanzar o de captar ἐχθρός Ph.1.459, cf. 2.201, de Dios, Ph.1.570, Clem.Al.Strom.2.2.5, ἡ παρακμή τοῦ παντὸς νοσήματος Aët.5.19, cf. Gal.9.667, ἡ ἀλήθεια Plu.2.17d, cf. Ph.1.508, Plu.Per.13, Iambl.Protr.21, Basil.Spir.2.17, ἡ ἀρετή Didym.Gen.104.6
•difícil de entender αἰτία Plu.2.680f, σοφία Clem.Al.Strom.5.4.23, ὀλίγα ... τῆς φιλοσοφίας ἀμυδρά τε καὶ δυσθήρατα de la filosofía de Pitágoras, Porph.VP 58, cf. Iambl.VP 252, ἡ διαφορά Them.in de An.92.13, δ. τῆς λέξεως ταύτης ὁ νοῦς Basil.M.31.385D, cf. Vett.Val.260.12, Gr.Nyss.Eun.1.243
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de entender Didym.in Eccl.231.6.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu jagen, zu fangen; Arist. H. A. 9, 12; Plut. Pomp. 38; überte., τὸ ἀληθές, Pericl. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à capturer, à prendre;
2 fig. difficile à saisir.
Étymologie: δυσ-, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
δυσθήρᾱτος: с трудом уловимый (ὁ κίγκλος Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ ἀληθές Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσθήρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θηρεύσῃ ἢ συλλάβῃ τις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., δ. τἀληθὲς Πλούτ. Περικλ. 13.
Greek Monolingual
δυσθήρατος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι δύσκολο να συλληφθεί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσθήρατον
η ιδιότητα του δυσθήρατου.
Greek Monotonic
δυσθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-θήρᾱτος, ον θηράω
hard to catch, Plut.