Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βυρσοδέψης

From LSJ
Revision as of 08:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοδέψης Medium diacritics: βυρσοδέψης Low diacritics: βυρσοδέψης Capitals: ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: byrsodépsēs Transliteration B: byrsodepsēs Transliteration C: vyrsodepsis Beta Code: bursode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (δέψω) tanner, Ar.Eq. 44, Pl.Smp.221e, Herod.6.88, PPetr.3p.78 (iii B. C.), Artem.2.20.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [ac. βυρσοδεψῆ Sch.Pl.Grg.517e]
curtidor Ar.Eq.44, Pl.Smp.221e, Herod.6.88, PPetr.2.32.1.3 (III a.C.), D.Chr.7.117, Gal.12.922, 925, Artem.2.20, Sch.Pl.l.c., τέλος βυρσοδεψῶν n. de impuesto profesional que gravaba a los curtidores PYoutie 55.25, 58.2 (ambos III d.C.)
crist. alegóricamente aplicado a Dios que cubrió la desnudez de Adán y Eva, Epiph.Const.Haer.64.63.5, Anc.62.

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, der Gerber, Ar. Equ. 44; Plat. Conv. 221 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur, tanneur.
Étymologie: βύρσα, δέψω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσοδέψης -ου, ὁ βύρσα, δέψω leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

βυρσοδέψης: ου ὁ кожевник, дубильщик Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοδέψης: -ου, ὁ, (δέψω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 44, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6665.

Greek Monolingual

ο (AM βυρσοδέψης)
τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα
νεοελλ.
ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»].

Greek Monotonic

βυρσοδέψης: -ου, ὁ (δέψω), κατεργαστής δερμάτων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δέψω
a tanner, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κατεργάζεται τά δέρματα). Σύνθετο ἀπό: βύρσα + δέψω (=κατεργάζομαι).