ἱππαστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= ἱππευτής, Luc.Am.46. II as adjective, fit for riding, of a horse, X.Eq.10.17.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, dasselbe; auch vom Pferde, zugeritten, Xen. de re equ. 10, 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 cavalier;
2 ardent à la course, généreux en parl. d'un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαστής: οῦ adj. m годный для верховой езды, хорошо выезженный (ἵππος Xen.).
οῦ ὁ всадник Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαστής: -οῦ, ὁ, = ἱππευτής, Λουκ. Ἔρωτ. 46. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.
Greek Monolingual
ἱππαστής, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία
2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος.
Greek Monotonic
ἱππαστής: -οῦ, ὁ,
I. = ἱππευτής, σε Λουκ.
II. ως επίθ., κατάλληλος για ιππασία, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱππαστής, οῦ,
I. = ἱππευτής, Luc.
II. as adj. fit for riding, of a horse, Xen.