κατωκάρα

From LSJ
Revision as of 10:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰτωκάρα Medium diacritics: κατωκάρα Low diacritics: κατωκάρα Capitals: ΚΑΤΩΚΑΡΑ
Transliteration A: katōkára Transliteration B: katōkara Transliteration C: katokara Beta Code: katwka/ra

English (LSJ)

[ᾰρ], Adv. head downwards, Pi.Fr.161, Ar.Ach.945 (lyr.), Ph.1.207, Agath.2.2; heels over head, Ar.Pax 153.

German (Pape)

[Seite 1406] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.

French (Bailly abrégé)

adv.
la tête en bas.
Étymologie: κάτω, κάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατω-κάρα, adv., met het hoofd omlaag.

Russian (Dvoretsky)

κατωκάρᾱ: (ᾰρ) adv. головой вниз (ῥίπτειν τινά Arph.).

English (Slater)

κατωκάρα head down οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται (-καρᾳ Herodian.) fr. 161.

Greek Monolingual

κατωκάρα (Α)
επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτωκατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»].

Greek Monotonic

κᾰτωκάρα: [κᾰ], επίρρ., με το κεφάλι προς τα κάτω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰτωκάρα: Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, «κατακέφαλα», ἀντὶ ἐπίκαρ, Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει κάτω κάρα, ἴδε ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

head downwards, Ar.