καταδάκνω
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
bite, v.l. in Batr.45; κέντρα Ael.NA1.32:—Pass., κατὰ Χρόα πάντ' ὀνύχεσσι δακνόμενος Theoc.7.110.
German (Pape)
[Seite 1344] (s. δάκνω), zerbeißen, Batrach. 45 u. Sp.; in tmesi, Theocr. 7, 110.
French (Bailly abrégé)
déchirer à belles dents.
Étymologie: κατά, δάκνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δάκνω bijten.
Russian (Dvoretsky)
καταδάκνω: (fut. καταδήξομαι) разрывать зубами, сильно кусать (δάκτυλον ἄκρον Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδάκνω: μέλλ. -δήξομαι, καταδαγκάνω, καταδάκνω δάκτυλον ἄκρον, Βατραχομυομαχ. 45. - Παθ., καταξέομαι, κατὰ χρόα πάντ’ ὀνύχεσσι δακνόμενος Θεόκρ. 7. 110.
Greek Monolingual
καταδάκνω (Α)
1. δαγκώνω δυνατά
2. παθ. καταδάκνομαι
κατακομματιάζομαι («κατὰ χρόα πάντ' ὀνύχεσσι δακνόμενος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δάκνω «δαγκώνω»].
Greek Monotonic
καταδάκνω: μέλ. -δήξομαι, δαγκώνω και κόβω σε κομμάτια, σε Βατραχομ., σε Θεόκρ.