ἀπαισχύνομαι

From LSJ
Revision as of 12:24, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαισχύνομαι Medium diacritics: ἀπαισχύνομαι Low diacritics: απαισχύνομαι Capitals: ΑΠΑΙΣΧΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apaischýnomai Transliteration B: apaischynomai Transliteration C: apaischynomai Beta Code: a)paisxu/nomai

English (LSJ)

[ῡ], shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.

Spanish (DGE)

retraerse por vergüenza Pl.Grg.494c, Phld.Lib.p.34.

German (Pape)

[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.

French (Bailly abrégé)

s'abstenir par pudeur, rougir de.
Étymologie: ἀπό, αἰσχύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαισχύνομαι: из стыда уклоняться, стыдливо избегать Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.

Greek Monolingual

ἀπαισχύνομαι (Α)
ντρέπομαι, αρνούμαι κάτι από ντροπή.

Greek Monotonic

ἀπαισχύνομαι: [ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., αρνούμαι κάτι επειδή ντρέπομαι, συστέλλομαι από ντροπή, σε Πλάτ.

Middle Liddell


to refuse through shame, Plat.