πολυάστερος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, = πολύαστρος, Man.4.26: gen. πολυάστερος (as if from -άστηρ) Orac. ap. Eus.PE3.15.
German (Pape)
[Seite 659] = πολύαστρος, Maneth. 4, 26 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάστερος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύαστρος, Μανέθων 4. 26· ― γεν. πολυάστερος (ὡσπερεὶ ἐξ ὀνομαστ. πολυάστηρ) Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 125D.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυάστερος, -ον, ΝΑ
πολύαστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστήρ, ἀστέρος (πρβλ. ευάστερος)].