ὠμοβρώς

From LSJ
Revision as of 20:25, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοβρώς Medium diacritics: ὠμοβρώς Low diacritics: ωμοβρώς Capitals: ΩΜΟΒΡΩΣ
Transliteration A: ōmobrṓs Transliteration B: ōmobrōs Transliteration C: omovros Beta Code: w)mobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
c. ὠμοβόρος.

German (Pape)

ῶτος, roh essend, fressend, Soph. frg. 153; bes. rohes Fleisch fressend, Eur. Tr. 436, Herc.Fur. 887.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοβρώς: ῶτος adj. ὠμός
1 едящий сырое мясо Soph., Eur.;
2 кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ ἐσθίων ὠμὸν κρέας, Εὐρ. Τρῳ. 436, Ἡρ. Μαιν. 887· καὶ πιθανῶς διορθωτέον ὠμοβρὼς ἀντὶ -βρῶτα ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 153.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
1. ωμοβόρος
2. ὠμόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκοβρώς].

Greek Monotonic

ὠμοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω
eating raw flesh, Eur.