ἐγκυμονέω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῡμονέω Medium diacritics: ἐγκυμονέω Low diacritics: εγκυμονέω Capitals: ΕΓΚΥΜΟΝΕΩ
Transliteration A: enkymonéō Transliteration B: enkymoneō Transliteration C: egkymoneo Beta Code: e)gkumone/w

English (LSJ)

become pregnant, Gp.14.26.2; τὸν Δία conceive, Apollod. 1.1.5.

Spanish (DGE)

1 quedar preñada, empreñarse, concebir ἐὰν ... ἐγκυμονήσῃ ἡ γυνή Epiph.Const.Haer.26.5.4, φησὶ ... γύπας ... ἀντιπρώρους τῷ νότῳ πετομένους ἐγκυμονεῖν Gp.14.26.2, fig. (λογισμοὶ ἀθέμιτοι) τοῖς τῆς καρδίας ταμείοις ἐγκυμονήσουσιν (razonamientos impíos) concebirán en los rincones del corazón Gr.Agr.Eccl.M.98.1093C
esp. en part. fem. preñada, embarazada de c. ac. τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα Rea, Apollod.1.1.6, fig. ταῖς ἐγκυμονούσαις ... τὸν θεῖον ἔρωτα ψυχαῖς a las almas que llevan en su seno el amor divino Isid.Pel.Ep.M.78.316C
abs. de la Virgen, Iust.Phil.Dial.78.3, γυναιξὶν ἐγκυμονούσαις Eutecnius C.Par.15.1, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν Horap.2.83, ἐξαίφνης τὴν ἐγκυμονοῦσαν τίκτειν Heph.Astr.App.1.4, Pítane de Posidón διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν Sch.Pi.O.6.48c
en v. pas., del feto estar en el útero, haber sido concebido sinón. de κυοφορέομαι Cod.Iust.6.48.1.3.
2 en v. pas. ser llevado en el vientre, ser gestado τὸν χρόνον τῶν ἐγκυμονουμένων παίδων Epiph.Const.Haer.30.27.1.

German (Pape)

[Seite 711] schwanger sein, Geop.; τινά, mit einem Kinde, Apolld. 1, 2, 6 u. öfter bei Sp.; τὸ ἐγκυμονούμενον, die Leibesfrucht, Dion. Hal. 1, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῡμονέω: συλλαμβάνω ἐν γαστρί, γίνομαι ἔγκυος, κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, ὁπηνίκα τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ ἔμβρυον, Διον. Ἁλ. 1. 70.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐγκύμων (ἐν + κῦμα = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό κῦμα ἀπό τό κύω. Παράγωγο: ἐγκυμόνησις.