κραμβοφάγος

From LSJ
Revision as of 13:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραμβοφάγος Medium diacritics: κραμβοφάγος Low diacritics: κραμβοφάγος Capitals: ΚΡΑΜΒΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: krambophágos Transliteration B: krambophagos Transliteration C: kramvofagos Beta Code: krambofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de choux.
Étymologie: κράμβη, φαγεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

κραμβοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τὴν κράμβην, ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομ. 221.

Greek Monolingual

κραμβοφάγος, -ον (Α)
(για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. χορτοφάγος, ωμοφάγος.

Greek Monotonic

κραμβοφάγος: -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κραμβο-φάγος, ον
cabbage-eater, Batr.

German (Pape)

Kohl essend; so heißt ein Frosch, Batrach. 218.