ὀφθαλμότεγκτος
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
ον, welling from the eyes, πλημμυρίς E.Alc.184.
German (Pape)
[Seite 426] die Augen benetzend, u. pass. mit benetzten Augen, Eur. Alc. 182.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux yeux mouillés.
Étymologie: ὀφθαλμός, τέγγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμότεγκτος: увлажняющий глаза (πλημμυρίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμότεγκτος: -ον, ὁ βρέχων τοὺς ὀφθαλμούς, πλημμυρὶς Εὐρ. Ἄλκ. 184.
Greek Monolingual
ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].
Greek Monotonic
ὀφθαλμότεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, τέγγω
wetting the eyes, Eur.