κογχύλη
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ, = κόγχη, v.l. in Ph.1.536, cf. AP9.214 (Leo).
German (Pape)
[Seite 1465] ἡ, = κόγχη; bes. die Purpurschnecke, VLL.; Philo u. a. Sp. – Übertr., λόγων Leo Philos. ep. 5 (IX, 214).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
coquillage.
Étymologie: cf. κόγχη.
Russian (Dvoretsky)
κογχύλη: (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κογχύλη: ἡ, = κόγχη, Φίλων 1. 536, Ἀνθ. Π. 9. 214 ἔνθα ῠ.
Greek Monolingual
η (AM κογχύλη)
το κοχύλι
μσν.-αρχ.
η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. -ύλη (πρβλ. αγκύλη, κανθύλη)].
Greek Monotonic
κογχύλη: [ῠ], ἡ = κόγχη, σε Ανθ.
Middle Liddell
κογχῠ́λη, ἡ, = κόγχη, Anth.]