κνηκόπυρος
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ον, made of yellow wheat, ἡδοναὶ τραγημάτων Sopat.17.
German (Pape)
[Seite 1460] weizengelb, Ath. XIV, 649 a, oder aus Safflor u. Weizen gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκόπῡρος: -ον, ἔχων χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ σίτου· ἢ κνηκόπυρρος, ον, ἔχων χρῶμα ἐρυθροκίτρινον, Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 649Α.
Greek Monolingual
κνηκόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος].