νυκτίβρομος

From LSJ
Revision as of 10:55, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐβρομος Medium diacritics: νυκτίβρομος Low diacritics: νυκτίβρομος Capitals: ΝΥΚΤΙΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: nyktíbromos Transliteration B: nyktibromos Transliteration C: nyktivromos Beta Code: nukti/bromos

English (LSJ)

ον, sounding by night, σῦριγξ E.Rh.552 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conject.
qui gronde dans la nuit.
Étymologie: νύξ, βρέμω.

German (Pape)

bei Eur. Rhes. 552 v.l. für νυκτιδρόμος, die Nacht durchtosend.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίβρομος: поющий ночной порой (σύριγξ Eur. - v.l. νυκτίδρομος).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίβρομος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.

Greek Monolingual

νυκτίβρομος, -ον (Α)
αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

νυκτίβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που βρυχάται τη νύχτα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτί-βρομος, ον, βρέμω
roaring by night, Eur.