προστέρπω

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστέρπω Medium diacritics: προστέρπω Low diacritics: προστέρπω Capitals: ΠΡΟΣΤΕΡΠΩ
Transliteration A: prostérpō Transliteration B: prosterpō Transliteration C: prosterpo Beta Code: proste/rpw

English (LSJ)

Ep. ποτιτέρπω, delight or please besides, Il.15.401.

German (Pape)

[Seite 782] (s. τέρπω), dor. ποτιτέρπω, dazu, dabei ergötzen, σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω, Il. 15, 401.

French (Bailly abrégé)

réjouir, charmer.
Étymologie: πρός, τέρπω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιτέρπω Α
τέρπω, ευχαριστώ κάποιον περισσότερο («ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + τέρπω.

Greek Monotonic

προστέρπω: Δωρ. ποτι-τέρπω, μέλ. -ψω, τέρπω ή ευχαριστώ επιπλέον, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προστέρπω: дор. ποτιτέρπω (только 3 л. sing. imper. ποτιτερπέτω) услаждать, тешить (τινά Hom.).

Middle Liddell

doric ποτι-τέρπω fut. ψω
to delight or please besides, Il.