κλινουργός

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνουργός Medium diacritics: κλινουργός Low diacritics: κλινουργός Capitals: ΚΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: klinourgós Transliteration B: klinourgos Transliteration C: klinourgos Beta Code: klinourgo/s

English (LSJ)

ὁ, = κλινοποιός, Pl.R.597a.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.

Russian (Dvoretsky)

κλῑνουργός: ὁ Plat. = κλινοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.

Greek Monolingual

κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. εριουργός, ταπητουργός)].

Greek Monotonic

κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κλῑν-ουργός, οῦ, [*ἔργω = κλινοποιός, Plat.]