νειοκόρος
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat. fem.).
German (Pape)
[Seite 237] ion. = νεωκόρος, Pancrat. ep. 1 (VI, 356).
Russian (Dvoretsky)
νειοκόρος: ὁ ион. = νεωκόρος I.
Greek (Liddell-Scott)
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 6. 356.
Greek Monolingual
νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νεωκόρος.
Greek Monotonic
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.