πυρίφλογος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, flaming with fire, Emp.Sphaer.113.
German (Pape)
[Seite 823] feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίφλογος: огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφλογος: -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.
Greek Monolingual
και πυρόφλογος, -ον, Α
αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. άφλογος, πολύφλογος].