ὁμοιοκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 15:48, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Medium diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Low diacritics: ομοιοκατάληκτος Capitals: ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: homoiokatálēktos Transliteration B: homoiokatalēktos Transliteration C: omoiokataliktos Beta Code: o(moiokata/lhktos

English (LSJ)

ον, ending alike, ib.50.25, al.

German (Pape)

[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακροκατάληκτος)].

Greek Monotonic

ὁμοιοκατάληκτος: -ον, αυτός που έχει ομοιοκαταληξία, ρίμα, λέγεται για στίχους.

Middle Liddell

ὁμοιο-κατάληκτος, ον,
ending alike, rhyming, of verses.