ὑγροπόρευτος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον, = ὑγροκέλευθος, Orph.H.82.1.
German (Pape)
[Seite 1171] = ὑγροκέλευθος, Orph. 81, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροπόρευτος: -ον, = ὑγροκέλευθος, Ὀρφ. Ὕμν. 81. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πορεύεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].