μητροκοίτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, incestuous person, Hippon. 14.
Greek Monolingual
μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμοκοίτης, δρυοκοίτης].
Translations
incestuous
Belarusian: кровазмяшальны; Catalan: incestuós; Czech: krvesmilný; Dutch: incestueus; Finnish: sukurutsainen; French: incestueux; German: inzestuös; Greek: αιμομικτικός; Ancient Greek: αἱμομίκτης, ἔναιμος, μητροκοίτης; Hungarian: vérfertőző; Italian: incestuoso, incestuale; Latin: incestus; Manx: croiaghtagh; Polish: kazirodczy; Portuguese: incestuoso; Russian: кровосмесительный, инцестуозный; Spanish: incestuoso; Ukrainian: кровозмі́сний; Welsh: llosgachol