καταλγέω
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
feel sore pain, S.Ph.368, Plb.3.80.4.
German (Pape)
[Seite 1359] heftigen Schmerz empfinden; Soph. Phil. 368; sp. Prosa, κατηλγηκώς Pol. 3, 80, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. κατήλγηκα;
ressentir une vive douleur.
Étymologie: κατά, ἀλγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αλγέω gegriefd zijn.
Russian (Dvoretsky)
καταλγέω: (pf. κατήλγηκα) тяжело страдать Soph., Polyb.
Greek Monotonic
καταλγέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω πολύ, νιώθω ισχυρό πόνο, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλγέω: ὑποφέρω πολύ, αἰσθάνομαι ἰσχυρὸν πόνον, Σοφ. Φιλ. 368, Πολύβ. 3. 80, 4.