ὄρνιος

From LSJ
Revision as of 21:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνιος Medium diacritics: ὄρνιος Low diacritics: όρνιος Capitals: ΟΡΝΙΟΣ
Transliteration A: órnios Transliteration B: ornios Transliteration C: ornios Beta Code: o)/rnios

English (LSJ)

poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).

Russian (Dvoretsky)

ὄρνιος: Anth. = ὀρνίθειος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.

Greek Monolingual

ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].

Greek Monotonic

ὄρνιος: ποιητ. αντί ὀρνίθειος, σε Ανθ.

Middle Liddell

poet. for ὀρνίθειος, Anth.]