παλίνδικος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδῐκος Medium diacritics: παλίνδικος Low diacritics: παλίνδικος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: palíndikos Transliteration B: palindikos Transliteration C: palindikos Beta Code: pali/ndikos

English (LSJ)

ον, litigious, Crates Com.51.

German (Pape)

[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.

Greek Monolingual

παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].

Translations