μαλθάσσω

From LSJ
Revision as of 17:30, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, $4, $5, acc.")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθάσσω Medium diacritics: μαλθάσσω Low diacritics: μαλθάσσω Capitals: ΜΑΛΘΑΣΣΩ
Transliteration A: malthássō Transliteration B: malthassō Transliteration C: malthasso Beta Code: malqa/ssw

English (LSJ)

= μαλάσσω, soften, soothe, μ. κέαρ A.Pr.381; τωὰ λόγοις E.HF298; τί γάρ σε μαλθάσσοιμ' ἄν…; why should I soothe thee with fair words? S.Ant.1194: μ. κοιλίην relax the bowels, Hp. Acut.16, Art.40:—Pass., οὐδὲ μαλθάσσει λιταῖς A.Pr.1008; μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Id.Eu.134.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμάλθαξα ; Pass. ao. ἐμαλθάχθην;
1 engourdir;
2 fléchir, adoucir, calmer, apaiser, acc..
Étymologie: μαλθακός.

German (Pape)

μαλάσσω, erweichen, besänftigen, κέαρ, Aesch. Prom. 379, und pass., οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς, 1010; aber μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ ist = durch Schlaf erschlafft, Eum. 129; mit Worten schonend behandeln, Soph. Ant. 1179, wie Eur. ὡς λόγοισι τόνδε μαλθάξαιμεν ἄν, Herc.Fur. 298.

Russian (Dvoretsky)

μαλθάσσω: Trag. = μαλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθάσσω: μαλάσσω, μαλακύνω, κάμνω μαλακόν, μ. κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 379· τινὰ λόγοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 298· τί γάρ σε μαλθάσσοιμ’ ἂν ὡς ἐς ὕστερον ψεῦσται φανούμεθ’; πρὸς τί τῷ ὄντι νά σε καθησυχάσω διὰ λόγων, οἵτινες μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποδειχθῶσι ψευδεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1194· μ. κοιλίην, λύειν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἄρθρ. 805. - Παθ., οὐδὲ μαλθάσσει κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1008· μαλθαχθεῖσ’ ὕπνῳ ἐκνευρισθεῖσα διὰ τοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 134.

Greek Monolingual

μαλθάσσω (Α) μαλθακός
1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.)
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω
3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» — χαλαρώνω τα έντερα.

Greek Monotonic

μαλθάσσω: = μαλάσσω, μαλακώνω, απαλύνω, στους Τραγ.· Παθ., μαλαχθεῖσ' ὕπνῳ, αποκαμωμένη από τον ύπνο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μαλθάσσω, = μαλάσσω
to soften, soothe, Trag.:—Pass., μαλθαχθεῖσ' ὕπνῳ unnerved by sleep, Aesch.