ἐλπιστικός

From LSJ
Revision as of 17:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλπιστικός Medium diacritics: ἐλπιστικός Low diacritics: ελπιστικός Capitals: ΕΛΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elpistikós Transliteration B: elpistikos Transliteration C: elpistikos Beta Code: e)lpistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A producing expectation, Arist.Mem.449b12. II οἱ ἐ. a sect who made hope the only stay of life, Plu.2.668e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a la esperanza o expectativa ἐπιστήμη de la mántica, Arist.Mem.449b12, πρόγνωσις Clem.Al.Strom.8.3.5.
2 subst. οἱ Ἐλπιστικοί Elpísticos corriente filosófica que profesa que la esperanza es lo más esencial de la vida, Plu.2.668e.

German (Pape)

[Seite 803] hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
οἱ ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l'espérance comme le seul soutien de la vie.
Étymologie: ἐλπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλπιστικός: внушающий надежду (ἐπιστήμη Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλπιστικός: -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον ἔρεισμα τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλπιστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ελπίζει
αρχ.
1. αυτός που δίνει ελπίδες
2. πιθανός
3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή.