θεριστής

From LSJ
Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστής Medium diacritics: θεριστής Low diacritics: θεριστής Capitals: ΘΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: theristḗs Transliteration B: theristēs Transliteration C: theristis Beta Code: qeristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.

English (Strong)

from θερίζω; a harvester: reaper.

English (Thayer)

θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon, 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.

Greek Monotonic

θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:qerist»j 帖里士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:溫暖(的人)
字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39