γαλακτώδης

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτώδης Medium diacritics: γαλακτώδης Low diacritics: γαλακτώδης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΩΔΗΣ
Transliteration A: galaktṓdēs Transliteration B: galaktōdēs Transliteration C: galaktodis Beta Code: galaktw/dhs

English (LSJ)

γαλακτώδες,
A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA540b32; γ. τροφή Id.PA692a15; χυμός Thphr. CP 6.4.1.
2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4.
3 mixed with milk, οἶνος Hp.Epid.7.101.

Spanish (DGE)

-ες
1 semejante a la leche en el color, blanquecino de las heces, Hp.Epid.3.17.13, ὑγρότης Arist.HA 540b32, χυμός Thphr.CP 6.4.1, τόπος Luc.VH 2.26
tibio como la leche recién ordeñada ὕδωρ Herod.Med. en Orib.5.30.38, Antyll. en Orib.9.23.9, Alex.Trall.1.363.18.
2 consistente en leche τροφή Arist.PA 692a15, Ph.1.522.
3 mezclado con leche οἶνος Hp.Epid.7.101, Pythag.Ep.4.3.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; τροφή, Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλακτώδης -ες γάλα melkachtig, melk-, vermengd met melk.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτώδης: молочный (τροφή, χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτώδης: -ες, = γαλακτοειδής, ὑγρότης Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 6· γ. τροφὴ ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 11, 20· ― μεταφ., γ. λόγοι Εὐσ. Ε. Ι. 4. 23.2) ὡς τὸ γάλα χλιαρός. Ἱππ. 1235G.

Greek Monolingual

-ες (AM γαλακτώδης, -ες)
1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα
2. «γαλακτώδης χυμός» — ο θρεπτικός χυμός τών φυτών
αρχ.
1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί
2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα.