πλίνθινος

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίνθῐνος Medium diacritics: πλίνθινος Low diacritics: πλίνθινος Capitals: ΠΛΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: plínthinos Transliteration B: plinthinos Transliteration C: plinthinos Beta Code: pli/nqinos

English (LSJ)

η, ον,
A made or built of brick, οἰκίαι, τεῖχος, Hdt.5.101, X.An.3.4.11, cf. Arist.Metaph.1033a19; στήλη J.AJ1.2.3; ἔργα PSI5.496.3 (iii B. C.).
II of clay, κυλίκιον Thphr. HP 5.9.8; ζῷα Dicaearch.1.3 (dub.).

German (Pape)

[Seite 636] von Ziegeln erbau't, gemacht; Her. 5, 101; Xen. An. 3, 4, 11 u. Sp., wie D. Hal.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait ou bâti en briques.
Étymologie: πλίνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλίνθινος -η -ον [πλίνθος] bakstenen, van baksteen.

Russian (Dvoretsky)

πλίνθῐνος: сложенный из кирпичей, кирпичный (οἰκία Her., Arst.; τεῖχος Xen.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πλίνθινος, -ίνη, -ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν πλίνθος/πλίθος]
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος
αρχ.
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος.

Greek Monotonic

πλίνθῐνος: -η, -ον (πλίνθος), αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθο, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πλίνθῐνος: -η, -ον, (πλίνθος) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, οἰκία, τεῖχος Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, πήλινος, κυλίκιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail.

Middle Liddell

πλίνθῐνος, η, ον πλίνθος
of brick, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

made of brick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)