παιγνιήμων

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιγνιήμων Medium diacritics: παιγνιήμων Low diacritics: παιγνιήμων Capitals: ΠΑΙΓΝΙΗΜΩΝ
Transliteration A: paigniḗmōn Transliteration B: paigniēmōn Transliteration C: paigniimon Beta Code: paignih/mwn

English (LSJ)

παιγνιήμον, gen. ονος, = παιγνήμων, Hdt.2.173; τὸ κομψὸν καὶ π. [τοῦ Σωκράτους] Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 438] ον, scherzhaft, spaßhaft, Her. 2, 173, von Ath. VI, 261 c τοῖς παιγνίοις ἐπιστήμων erkl.; παιγνήμων bei Suid. u. παιγνίμων bei Schol. Luc. V. H. 2, 41 sind verderbte Formen.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime la plaisanterie, enjoué.
Étymologie: παιγνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιγνιήμων -ον, gen. -ονος [παιγνία] vol grappen.

Russian (Dvoretsky)

παιγνιήμων: 2, gen. ονος любящий забавы Her.

Greek Monolingual

παιγνιήμων και παιγνήμων, -ον (ΑΜ)
αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων.
επίρρ...
παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ)
με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα -μων, κατά τα επίθ. σε -(η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ. ελεώ > ελεήμων)].

Greek Monotonic

παιγνιήμων: -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιήμων: -ον, ὡς τὸ παιγνιώδης, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα, Ἡρόδ. 2. 173, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 17, κτλ.· παιγνήμων, αὐτόθι 95. 89, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 106· Ἐπίρρ. -όνως, Εὐστάθ. 772. 38.

Middle Liddell

παιγνιήμων, ον, [from παιγνία
fond of a joke, Hdt.