Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφάγος

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφάγος Medium diacritics: καρποφάγος Low diacritics: καρποφάγος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: karpophágos Transliteration B: karpophagos Transliteration C: karpofagos Beta Code: karpofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, living on fruit, opp. σαρκοφάγος, παμφάγος, ζῷα Arist.HA488a15, cf. Pol.1256a25, Max.Tyr.35.7.

German (Pape)

[Seite 1329] Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de fruits.
Étymologie: καρπός, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρποφάγος -ον [καρπός, ἔφαγον] zich voedend met vruchten.

Russian (Dvoretsky)

καρποφάγος: (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (Α καρποφάγος, -ον)
αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

καρποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καρποφάγος: -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις ζῳοφάγος, σαρκοφάγος καὶ παμφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

καρπο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
living on fruit, Arist.