Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκιοειδής

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐοειδής Medium diacritics: σκιοειδής Low diacritics: σκιοειδής Capitals: ΣΚΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skioeidḗs Transliteration B: skioeidēs Transliteration C: skioeidis Beta Code: skioeidh/s

English (LSJ)

σκιοειδές,
A shadowy, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686 (mockheroic); σ. φαντάσματα Pl.Phd. 81d.
2 of colours, dark, καρποί Arist.Col.795a33; cf. σκιώδης.

German (Pape)

[Seite 899] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble aux ombres.
Étymologie: σκιά, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιοειδής -ες [σκιά, εἶδος] op een schim of schaduw gelijkend.

Russian (Dvoretsky)

σκιοειδής:
1 подобный тени (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);
2 темный, темно-серый (sc. τὸ χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκιοειδής: -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, σκιώδης, σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. σκιώδης.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με σκιά, σκοτεινός («σκιοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.)
2. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + συνδ. φων. -ο- + -ειδής].

Greek Monotonic

σκιοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που παρέρχεται σαν σκιά, σκιώδης, ομιχλώδης, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

σκιο-ειδής, ές εἶδος
fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

dim, shadowy, spectral

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)