κνῆστις
ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
English (LSJ)
κνήστεως and κνήστιος, ἡ, cheese-grater, Il.11.640, Nic.Th.696 (contr. dat. κνήστι), AP6.305 (Leon.).
2 τυροῦ κνῆστις = cheese-gratings, Porph.VP34.
II = κνησμός, Opp.H.2.427.
III = ῥάχις, spine, Hsch., perhaps to be read in Od.10.161 (v. ἄκνηστις).
German (Pape)
[Seite 1460] εως u. ιος, ἡ, 1) Schabmesser, z. B. zum Schaben des Käses, κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ Il. 11, 640; κνῆστιν Leon. Tar. 14 (VI, 305). – 2) = κνησμός, Opp. Hal. 2, 427.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
dat. ιι (par contract. -ῑ), acc. κνῆστιν;
racloir, grattoir, râpe à fromage.
Étymologie: κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνῆστις -εως en - ιος, ἡ [κνάω] dat. κνήστι, acc. κνῆστιν, rasp.
Russian (Dvoretsky)
κνῆστις: εως, эп. ιος ἡ нож для соскабливания сыра, скребок Anth.: κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ Hom. (она) натерла сыр медным скребком.
English (Autenrieth)
dat. κνήστῖ (κνάω): grater, or knife for grating, Il. 11.640†.
Greek Monolingual
κνῆστις, -εως και -ιος, ἡ (Α) κνω
1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη
4. φρ. «τυροῦ κνῆστις» — τα ξέσματα του τυριού.
Greek Monotonic
κνῆστις: -εως και -ιος, ἡ (κνάω), μαχαίρι για την αποφλοίωση τυριού, σε Ομήρ. Ιλ. (ως συνηρ. δοτ. κνήστῑ).
Greek (Liddell-Scott)
κνῆστις: -εως, καὶ ιος, ἡ, (κνάω)· μάχαιρα πρὸς ξέσιν τυροῦ, Ἰλ. Λ. 640 (ἐν συντετμ. δοτ. κνήστῑ), Ἀνθ. Π. 6. 305· πρβλ. τυρόκνηστις. ΙΙ. = κνησμός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 427.