αὐτοκατάκριτος

From LSJ
Revision as of 12:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκατάκρῐτος Medium diacritics: αὐτοκατάκριτος Low diacritics: αυτοκατάκριτος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: autokatákritos Transliteration B: autokatakritos Transliteration C: aftokatakritos Beta Code: au)tokata/kritos

English (LSJ)

αὐτοκατάκριτον, self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.

German (Pape)

[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκατάκρῐτος: сам себя осудивший NT.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.

English (Strong)

from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.

English (Thayer)

ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).

Greek Monolingual

αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.

Greek Monotonic

αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατακρίνω
self-condemned, NTest.

Chinese

原文音譯:aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-向下-審判的
字義溯源:自己定罪,自責的,自知不是;由(αὐτός)=自己)與(κατακρίνω)=判罪)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (κατακρίνω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 自己定罪自己(1) 多3:11