ἀπορφανίζω
English (LSJ)
bereave, τινὰ παιδός BCH46.345:—Pass., to be orphaned, A.Ch. 249; ἀπό τινος ἀ. to be torn away from..,1 Ep.Th.2.17.
Spanish (DGE)
(ἀπορφᾰνίζω) 1 privar, separar de un pariente c. ac. y gen. separat. οἰκτρὰν Εἰράναν ἁβρᾶς παιδὸς ἀπορφανίσας GVI 1551.4 (Teos II/I a.C.), en lit. crist. ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ Origenes M.17.224A.
2 en v. med.-pas. quedar huérfano τοὺς δ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός A.Ch.249
•c. gen. ser privado en lit. crist., ἀδελφῶν ἀπορφανισθέντες Dion.Alex. en Eus.HE 7.11.23, ἐάν τις ... ἀπορφανισθῇ προνοίας αὐτοῦ (Θεοῦ) Basil.M.30.197C, τῆς τοῦ Θεοῦ βοηθείας Chrys.M.64.596C.
German (Pape)
[Seite 323] verwaisen, Aesch. Ch. 247; N. T. I. Thessal. 2, 17.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἀπωρφανισμένος;
rendre orphelin ; en gén. priver de.
Étymologie: ἀπό, ὀρφανίζω.
English (Strong)
from ἀπό and a derivative of ὀρφανός; to bereave wholly, i.e. (figuratively) separate (from intercourse): take.
English (Thayer)
(1st aorist passive participle ἀπορφανισθεις); (from ὀρφανός bereft, and ἀπό namely, τίνος), to bereave of a parent or parents (so Aeschylus choiëph. 247 (249)); hence, metaphorically, ἀπορφανισθέντες ἀφ' ὑμῶν bereft of your contact and society, elz (by mistake) ἀποφανισθεντες.
Greek Monolingual
(AM ἀπορφανίζω)
(-ομαι) γίνομαι ορφανός
νεοελλ.
ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό
αρχ.
(-ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι.
Chinese
原文音譯:¢porfan⋯zw 阿普-哦而法你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-喪失
字義溯源:全然奪去,離別,使成孤兒,減少;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ὀρφανός)*=孤兒,奪去)組成
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 離別(1) 帖前2:17