κνισώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσώδης Medium diacritics: κνισώδης Low diacritics: κνισώδης Capitals: ΚΝΙΣΩΔΗΣ
Transliteration A: knisṓdēs Transliteration B: knisōdēs Transliteration C: knisodis Beta Code: knisw/dhs

English (LSJ)

κνισῶδες, (κνῖσα)
A steaming like roast meat, fatty, Arist.HA 534a23; opp. ἀπίμελος, Id.PA675b11; κνισῶδες ἐρυγγάνειν Gal.8.35, cf. Phlp.in APo.378.16; κ. ἀπεψία Alex. Trall.Febr.1; greasy, of oil, Gal.6.289.
II metaph., τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κ. Plu.2.1088f.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνισσώδης;
ης, ες:
graisseux, gras.
Étymologie: κνῖσα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνισώδης -ες [κνῖσα] geurend als gebraden vlees.

Russian (Dvoretsky)

κνῑσώδης: и κνισσώδης
1 жирный, сочный или дымящийся: τὰ κνισώδη Arst. вкусно пахнущая пища;
2 похожий на дым, т. е. выдохшийся: τὸ κνισσῶδες μνεμονευόμενόν τινος Plut. стершееся воспоминание о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσώδης: -ες, (εἶδος) «ἀχνίζων» καὶ εὐωδιάζων ὡς ὀπτὸν κρέας, λιπαρός, παχύς, ἀπίμελος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20· ― μεταφορ., ἀμαυρὸν καὶ κν. Πλούτ. 2. 1088F.

Greek Monolingual

κνισώδης, -ῶδες (Α) κνίσα
1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος
2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.).