πηδητικός

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδητικός Medium diacritics: πηδητικός Low diacritics: πηδητικός Capitals: ΠΗΔΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēdētikós Transliteration B: pēdētikos Transliteration C: piditikos Beta Code: phdhtiko/s

English (LSJ)

πηδητική, πηδητικόν, good at leaping, springing, of the locust, grasshopper, flea, Arist.HA532a27, PA683a33: Sup. πηδητικώτατος, σατύρων Luc.Bis Acc.10.

German (Pape)

[Seite 609] zum Springer, Tanzen gehörig, geneigt, springend, tanzend; Arist. part. an. 4, 6; Schol. Ar. Equ. 753 u. a. Sp.; πηδητικώτατε τῶν Σατύρων, Luc. bis accus. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bondit ; fougueux, lascif;
Sp. πηδητικώτατος.
Étymologie: πηδάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηδητικός -ή -όν [πηδάω] goed springend.

Russian (Dvoretsky)

πηδητικός:
1 способный прыгать, прыгающий (sc. τὰ ἔντομα Arst.);
2 резвый (πηδητικώτατος τῶν Σατύρων Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηδητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηδώ
αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικά
ζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων εντόμων, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση
β) κατηγορία θηλαστικών μαρσιποφόρων.
επίρρ...
πηδητικῶς ΜΑ
πηδηχτά, με πηδήματα.

Greek Monotonic

πηδητικός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να πηδά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πηδητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν φυσικὴν ἰδιότητα νὰ πηδᾷ, ὁ πηδῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 9, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 15· πηδητικώτατος σατύρων Λουκ. Δὶς Κατηγ. 10.

Middle Liddell

πηδητικός, ή, όν [from πηδάω
springing, Arist., Luc.