μιμούμαι
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
Greek Monolingual
(ΑΜ μιμοῦμαι, -έομαι) μίμος
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).