ἀλαλία

Revision as of 17:04, 28 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, = πονηρία, ἀταξία, badness, confusion, S.Fr.232.

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud., quizá desorden, indisciplina o bien bajeza, cobardía s. cont., S.Fr.198c.

German (Pape)

[Seite 89] ἡ, Soph. frg. 220, = πονηρία, ἀταξία, nach Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαλία: ἡ = πονηρία, ἀταξία, Σοφ. Ἀποσπ. 220 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

η (Α ἀλαλία) (Ν και αλαλιά) ἄλαλος
νεοελλ.
έλλειψη λαλιάς, φωνής, απόλυτη σιωπή, «βουβαμάρα»
αρχ.
πονηρία, αταξία.

Translations