καταστρώνω
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
(AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)
1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος
2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ, προετοιμάζω
μσν.
κατατάσσω, διευθετώ
μσν.-αρχ.
παθ. καταστρώννυμαι
(για φυτά) εξαπλώνομαι, απλώνω, εκτείνομαι
αρχ.
1. ρίχνω κάτω, ξαπλώνω καταγής
2. καταβάλλω, σκοτώνω («δάμαρτα καὶ παῑδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει», Ευρ.).