τηλεκλειτός

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεκλειτός Medium diacritics: τηλεκλειτός Low diacritics: τηλεκλειτός Capitals: ΤΗΛΕΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: tēlekleitós Transliteration B: tēlekleitos Transliteration C: tilekleitos Beta Code: thlekleito/s

English (LSJ)

τηλεκλειτόν, also ή, όν (A.R.3.1097):—far-famed, Φοῖνιξ Il. 14.321; Ἐφιάλτης Od.11.308; Ἰκάριος 19.546; so also as epithet of the Trojan ἐπίκουροι, Il.5.491, 6.111, 9.233, 11.564 (v.l.), 12.108; written τηλε-κλητοί in some codd. (-κλειτός fr. -κλεϝετος, cf. τηλεκλυτός).

German (Pape)

[Seite 1106] weit berühmt, im fernen Lande berühmt; Φοίνιξ, Il. 14, 321; Ἐφιάλτης, Od. 11, 308; Ἰκάριος, 19, 546; sonst von den Bundesgenossen der Trojaner, τηλεκλειτοί τ' ἐπίκουροι, Il. 5, 491. 6, 111. 9, 233. 12, 108, wo Wolf τηλεκλητοί schrieb, Buttm. aber Lexil. I p. 93 ff. u. Spitzner exc. XI ad Il. sich für τηλεκλειτός entscheiden, wie auch Bekker lies't, da die Bundesgenossen auch sonst »berühmt« genannt werden; Hes. Sc. 327; u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1097 (wo τηλεκλειτήν, nicht mit Well. τηλεκλείτην zu schreiben). Vgl. ἀγακλειτός.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
connu au loin, célèbre.
Étymologie: τῆλε, κλειτός.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλειτός: широко прославившийся, прославленный (Φοῖνιξ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλεκλειτός: -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς πόρρω κειμένας χώρας, Φοῖνιξ Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· Ἰκάριος Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., ἔνθα ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, μακρόθεν κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., ἔνθα ἐξετάζεται καὶ τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ.

English (Autenrieth)

far-famed, wide-renowned.

Greek Monolingual

και τηλεκλητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Α
αυτός του οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῖο», Ομ. Ιλ.
β. «τηλεκλειτόν τ' Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ. ναυσικλειτός)].

Greek Monotonic

τηλεκλειτός: -όν, αυτός που έχει μεγάλη φήμη, που η φήμη του φτάνει σε μακρινές χώρες, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τηλε-κλειτός, όν
far-famed, Hom.