κουβέντα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

η
1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία
2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική»)
3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» — ξεκάθαρα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δεν έχουμε πολλές κουβέντες» — οι σχέσεις μας είναι τυπικές, δεν έχουμε στενές σχέσεις
γ) «στρωτή κουβέντα» — ομαλή συζήτηση, χωρίς διακοπές ή καθαρός, σαφής, ισορροπημένος λόγος
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].