κουβέντα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία
2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική»)
3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» — ξεκάθαρα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δεν έχουμε πολλές κουβέντες» — οι σχέσεις μας είναι τυπικές, δεν έχουμε στενές σχέσεις
γ) «στρωτή κουβέντα» — ομαλή συζήτηση, χωρίς διακοπές ή καθαρός, σαφής, ισορροπημένος λόγος
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].