vermengen

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

German > Latin

vermengen, s. vermischen.

Dutch > Greek

κεράννυμι, κοινόω, συγκεράννυμι, συμμείγνυμι, συμφύρω