σελίδιον
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
τό, Dim. of σελίς, column of a papyrus or mathematical table, Plb.5.33.3 (v.l.), Ptol.Geog.2.1.3, Alm.6.7, al., Vett.Val.303.26, Suid.
German (Pape)
[Seite 870] τό, dim. von σελίς; Pol. 5, 33, 3, l. d.; B. A. 766, 28.
Russian (Dvoretsky)
σελίδιον: (ῐδ) τό листок, страничка (Polyb. - v.l. к σελίς).
Greek (Liddell-Scott)
σελίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σελίς, σελὶς ἢ στήλη βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., συχν. παρὰ τῷ Πτολ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σελίς, -ίδος]
1. μικρή σελίδα
2. στήλη σελίδας παπύρου ή μαθηματικού πίνακα.